Η συμβολαιογραφική πράξη έχει το χαρακτήρα του δημόσιου εγγράφου σύμφωνα με το άρθρο 438 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο θεωρεί ως δημόσια έγγραφα αυτά που «έχουν συνταχθεί από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία». Ως δημόσιο έγγραφο η συμβολαιογραφική πράξη φέρει βεβαία χρονολογία και παρέχει πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι πάντων, για όσα αναφέρονται στην πράξη αυτή ότι υπέπεσαν στην άμεση αντίληψη του συμβολαιογράφου.

Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το συμβολαιογραφικό έγγραφο είναι τίτλος εκτελεστός, εξομοιωμένο στο σημείο αυτό με τις τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις. Η εκτελεστότητα σημαίνει ότι δεν απαιτείται δικαστική απόφαση προκειμένου να εκτελεσθούν τα προβλεπόμενα στην συμβολαιογραφική πράξη, στην περίπτωση που ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμμορφώνεται στις υποχρεώσεις του.

Επομένως εξοικονομείται χρόνος και έξοδα για τον πολίτη και το κράτος από τη μη προσφυγή του πολίτη, στα δικαστήρια για τη ρύθμιση της υπόθεσης του.

Τα χαρακτηριστικά αυτά (βεβαία χρονολογία, αποδεικτική δύναμη και εκτελεστότητα) έχει η συμβολαιογραφική πράξη με μόνο το γεγονός ότι συντάχθηκε από τον συμβολαιογράφο, ανεξάρτητα από το αν ο νόμος προβλέπει τη σύνταξη της ως συστατικό στοιχείο της ισχύος μιας δικαιοπραξίας ή απλώς τα συμβαλλόμενα μέρη θέλησαν να περιβάλλουν τη δήλωση βουλήσεως τους με τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου.

Με αυτά τα τρία προνόμια, η προσφυγή στο συμβολαιογράφο επιφέρει στη σύμβαση μια σημαντική προστιθέμενη αξία, και έχει ως αποτέλεσμα την υπεροχή της συμβολαιογραφικής πράξης σε σχέση με το ιδιωτικό έγγραφο.